- κατέχεσεν
- καταχέζωbefoulaor ind act 3rd sgκαταχέζωbefoulaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχέζω — (Α καταχέζω) νεοελλ. 1. αποπατώ πάρα πολύ 2. μτφ. βρίζω κάποιον πολύ άσχημα αρχ. χέζω κάποιον που βρίσκεται αποκάτω («ἀπὸ κορυφῆς νύκτωρ γαλεώτης κατέχεσεν» από ψηλά τη νύχτα μια παρδαλή σαύρα τόν κουτσούλισε, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek